Θέρμαι Αγιασμάτων | Logo

Βιώματα

Αφήγηση της κας Ελένης Κατσαρού σχετικά με το ιστορικό ξενοδοχείο ΟΜΟΝΟΙΑ

Το ξενοδοχείο «ΟΜΟΝΟΙΑ» λειτούργησε ανελλιπώς, εκτός της περιόδου της Γερμανικής κατοχής, από την ανέγερσή του μέχρι το 1994, οπότε εγκαταλείφθηκε λόγω θανάτου του πατέρα της πελάτισσάς μου, κας Ελένης Κατσαρού. Κατά την περίοδο λειτουργίας του εξυπηρέτησε μεγάλο αριθμό λουομένων και ήταν το κυριότερο κατάλυμα της περιοχής των Αγιασμάτων. Επειδή πληρούσε τις προϋποθέσεις αναγνωρίσθηκε ως ξενοδοχείο τετάρτης κατηγορίας από τον ΕΟΤ και υπήρξε μέλος και του ξενοδοχειακού επιμελητηρίου Ελλάδος.

Όπως ήταν φυσικό, οι λουόμενοι «αγκάλιασαν» το ξενοδοχείο. Καθόλη την διάρκεια λειτουργίας του δεν είχε ποτέ πρόβλημα πληρότητας. Τουναντίον, η ζήτηση ήταν κατά κανόνα μεγαλύτερη της δυναμικότητάς του, ώστε οι ξενοδόχοι, δηλαδή οι γονείς της πελάτισσάς μου, κας Ελένης Κατσαρού, με μεγάλη λύπη τους ήταν αναγκασμένοι να μην δέχονται όλους τους ενδιαφερόμενους.

Οι πελάτες του ξενοδοχείου προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Χίου. Κρατικοί λειτουργοί (νομάρχες, δήμαρχοι κλπ.), γιατροί, δικηγόροι, ναυτικοί, έμποροι, τραπεζικοί υπάλληλοι και φυσικά και πολλοί απλοί πολίτες. Για μια σειρά από λόγους, κυρίως η μη ύπαρξη ηλεκτρικού ρεύματος (το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στα Αγιάσματα το 1974) και τηλεόρασης, και η έλλειψη άλλων δυνατοτήτων εξόδου και διασκέδασης, η κοινωνική ζωή των λουομένων κατά την παραμονή τους στα Αγιάσματα εκτυλίσσονταν εκ των πραγμάτων, ειδικά τα βράδια, αποκλειστικά στον χώρο του ξενοδοχείου.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό  με την εξαιρετικά φιλική συμπεριφορά και εξυπηρέτηση των λουομένων εκ μέρους των ξενοδόχων οδήγησαν στην δημιουργία ισχυρών φιλικών δεσμών, ώστε οι λουόμενοι κατά την παραμονή τους στο ξενοδοχείο να αισθάνονται ότι βρίσκονται σε οικογενειακό περιβάλλον. Έχουν μείνει στην ιστορία οι μνημειώδεις βεγγέρες, οι ατέλειωτες συζητήσεις, οι διηγήσεις ιστοριών και ανεκδότων και γενικά οι ευχάριστες συντροφιές (παρέες) κατά τις βραδινές και νυκτερινές ώρες στην εσωτερική αυλή ξενοδοχείου.

Στην γενικότερη ευεξία συνέβαλλε και η τοποθεσία των Αγιασμάτων που βρίσκονται στο βορειότερο σημείο του νησιού, όπου οι βόρειοι άνεμοι που απαλύνουν την καλοκαιρινή ξέστη είναι μόνιμη κατάσταση καθόλη την διάρκεια του καλοκαιριού.

Η οικογενειακή ατμόσφαιρα, η ευεξία και οι ευχάριστες στιγμές που βίωναν οι επισκέπτες οδήγησε στο να βλέπουν την μετάβαση στα Αγιάσματα και την διαμονή τους στο ξενοδοχείο σαν ετήσια υπόθεση και μάλιστα όχι μόνο για την λουτροθεραπεία τους στα  θερμά νερά, αλλά και για τις καλοκαιρινές διακοπές όλης της οικογένειας. Έτσι, σιγά-σιγά, άρχισαν να φέρνουν και τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παιδικές συντροφιές που, εκτός από τα θαλάσσια μπάνια στην παρακείμενη ακτή, διοργάνωναν διάφορα παιχνίδια και άλλες παιδικές δραστηριότητες.  

Στις παιδικές αυτές συντροφιές συμμετείχαν βεβαίως και τα παιδιά των ξενοδόχων, δηλαδή η πελάτισσά μου, κα Κατσαρού και ο αδελφός της. Οι ίδιοι οι λουόμενοι, από τους οποίους οι νεότεροι είναι ακόμη εν ζωή, κυρίως όμως τα μέλη των παιδικών συντροφιών που προαναφέρθηκαν, είναι αυτοί που αναπολούν τις όμορφες στιγμές που πέρασαν κατά τις διακοπές τους στα Αγιάσματα και την διαμονή τους στο ξενοδοχείο. Και, όταν συναντούν, για χρόνια τώρα, την πελάτισσά μου, κα Κατσαρού, ρωτούν να μάθουν εναγωνίως για την τύχη του ξενοδοχείου, προσθέτοντας πόσο ωραία πέρασαν κάποτε εκεί και πόσο κρίμα είναι να παραμένει το κτίριο εγκαταλειμμένο, έρμαιο στην φθορά των στοιχείων της φύσεως που είναι ιδιαίτερα σκληρά στα Αγιάσματα, ιδίως τον χειμώνα. Επωδός όλων αυτών των συνομιλιών για τις αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια είναι περίπου η ίδια, δηλαδή ότι «πρέπει κάτι να κάνετε κα Κατσαρού να εκσυγχρονισθεί και να λειτουργήσει ξανά αυτό το ξενοδοχείο» και ότι «είναι κρίμα να παραμένει έτσι και να μην είναι στην διάθεση των επισκεπτών των Αγιασμάτων».